Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αγραμματοσύνη

См. также в других словарях:

  • αγραμματοσύνη — η 1. άγνοια αναγνώσεως και γραφής, αμορφωσιά 2. περιορισμένη μόρφωση ή κατάρτιση, ημιμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγράμματος + παραγ. κατάληξη οσύνη] …   Dictionary of Greek

  • αγραμματοσύνη — η έλλειψη επαρκούς μόρφωσης, αμορφωσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… …   Dictionary of Greek

  • αγραμματία — ἀγραμματία, η (Α) [ἀγράμματος] η αγραμματοσύνη* …   Dictionary of Greek

  • αγραμματησιά — η [*αγραμμάτητος] η αγραμματοσύνη* …   Dictionary of Greek

  • αγραμματωσιά — η [αγράμματος] η αγραμματοσύνη …   Dictionary of Greek

  • αμάθεια — η (Α ἀμαθία) [αμαθής] έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη νεοελλ. έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά αρχ. 1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος 2. αγένεια, απρέπεια 3. ιδιοτροπία,… …   Dictionary of Greek

  • αμορφωσιά — η [αμόρφωτος] το να μην έχει κανείς τη στοιχειώδη μόρφωση, αγραμματοσύνη, αμάθεια 2. η έλλειψη και τών στοιχειωδών τρόπων ευγένειας, η αγένεια, η χοντροκοπιά …   Dictionary of Greek

  • αναλφαβητισμός — ο το να μην ξέρει κανείς να διαβάζει και να γράφει, η τέλεια αγραμματοσύνη: Ο αναλφαβητισμός συναντιέται συνήθως σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»