-
1 αγραμματοσύνη
[аграмматосини] ουσ. Θ. неграмотность, необразованность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγραμματοσύνη
-
2 неграмотность
-и θ.1. αγραμματοσύνη, απαιδευσία. || άγνοια, αμάθεια• ατζαμοσύνη•политическая неграмотность πολιτική αγραμματοσύνη•
техническая неграмотность τεχνική αγραμματοσύνη.
2. ανεπάρκεια γραμματικής κατάρτησης. || μτίρ. ανεπάρκεια γνώσεων•неграмотность чертежа ανεπάρκεια σχεδιαστικών γνώσεων.
-
3 неграмотность
-
4 безграмотность
1. (неграмотность) η αγραμματοσύνη, ο αναλφαβητισμός 2. (невежественность) η αμάθεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безграмотность
-
5 неграмотность
η αγραμματοσύνη-ый αγράμματος, αναλφάβητοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неграмотность
-
6 коснеть
коснетьнесов1. (погрязать в чем-л.) ροοτινιάζω:\коснеть в невежестве ρουτινιόζω στήν ἀγραμματοσύνη· \коснеть в пороках βουλιάζω στις ἀσωτεΐες·2. (о языке) ἀποστεώνομαι. -
7 безграмотность
-и θ.1. αγραμματοσύνη, αναλφαβητισμός.2. μτφ. αμάθεια, άγνοια, αμορφωσιά. -
8 грамотность
-и θ.1. μόρφωση, πνευματική κατάρτιση•повышение -и населения η μορφωτική ανάπτυξη του λαού•
всеобщая грамотность γενική στοιχειώδης εκπαίδευση,• добыться всеобщей -и εξαλείφω την αγραμματοσύνη.
|| κατάρτιση•техническая грамотность τεχνική κατάρτιση.
2. αρτιότητα, πληρότητα•грамотность сочинения αρτιότητα της έκθεσης (χωρίς γραμματικά και συνταχτικά λάθη).
-
9 круглый
επ., βρ: кругл, кругла, кругло;1. στρογγυλός•круглый стол στρογγυλό τραπέζι•
-ая шляпа στρογγυλό καπέλο.
|| πλήρης, γεμάτος• χοντρός•круглый мужчина γεμάτος άντρας•
-ое лицо στρόγγυλο πρόσωπο.
2. ολόκληρος, όλος•круглый год ολόκληρος χρόνος (ολοχρονίς)•
круглый день ολόκληρη μέρα (ολημερίς)•
-ые сутки ολόκληρο εικοσιτετράωρο.
3. πλήρης• μεγάλης ολκής•-дурак πέρα για πέρα βλάκας•
-ое, невежество πλήρης αμάθεια (αγραμματοσύνη).
εκφρ.отличный-ая отличница – άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια• --ая сироте ορφανός από πατέρα και μάνα•-ая сумма; -ое состояние – μεγάλο (σεβαστό) ποσό•круглый счёт; -ые цифры – στρόγγυλος λογαριασμός, στρόγγυλοι αριθμοί (χωρίς δεκαδικούς)•за -ым столом – στο στρογγυλό τραπέζι (με ίσα δικαιώματα)•делать -ые глаза – γουρλώνω τα μάτια(παραξενεύομαι, θαυμάζω)•учиться на -ые пятёрки – μαθαίνω άριστα (όλο πεντάρια). -
10 ликвидировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. εξαλείφω•ликвидировать неграмотность εξαλείφω την αγραμματοσύνη.
|| διαλύω•ликвидировать трест διαλύω την εταιρεία.
2. εξοντώνω, εξολοθρεύω.εξαλείφομαι. || διαλύομαι. -
11 невежественность
-и θ.αμορφωσιά, αμάθεια, αγραμματοσύνη. -
12 невежество
-а ουδ.1. αμορφωσιά, αμάθεια, αγραμματοσύνη.2. συμπεριφορά απρεπής, ανάρμοστη. -
13 необразованность
-и θ.αγραμματοσύνη, αμορφωσιά, αμάθεια, απαιδευσία.
См. также в других словарях:
αγραμματοσύνη — η 1. άγνοια αναγνώσεως και γραφής, αμορφωσιά 2. περιορισμένη μόρφωση ή κατάρτιση, ημιμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγράμματος + παραγ. κατάληξη οσύνη] … Dictionary of Greek
αγραμματοσύνη — η έλλειψη επαρκούς μόρφωσης, αμορφωσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… … Dictionary of Greek
αγραμματία — ἀγραμματία, η (Α) [ἀγράμματος] η αγραμματοσύνη* … Dictionary of Greek
αγραμματησιά — η [*αγραμμάτητος] η αγραμματοσύνη* … Dictionary of Greek
αγραμματωσιά — η [αγράμματος] η αγραμματοσύνη … Dictionary of Greek
αμάθεια — η (Α ἀμαθία) [αμαθής] έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη νεοελλ. έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά αρχ. 1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος 2. αγένεια, απρέπεια 3. ιδιοτροπία,… … Dictionary of Greek
αμορφωσιά — η [αμόρφωτος] το να μην έχει κανείς τη στοιχειώδη μόρφωση, αγραμματοσύνη, αμάθεια 2. η έλλειψη και τών στοιχειωδών τρόπων ευγένειας, η αγένεια, η χοντροκοπιά … Dictionary of Greek
αναλφαβητισμός — ο το να μην ξέρει κανείς να διαβάζει και να γράφει, η τέλεια αγραμματοσύνη: Ο αναλφαβητισμός συναντιέται συνήθως σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)